υποκατέρχομαι

υποκατέρχομαι
ΜΑ [κατέρχομαι]
1. ύποκαταβαίνω*
2. είμαι υφιστάμενος, κατώτερος
3. (το ουδ. τής μτχ. β' αορ. ως ουσ.) τὸ ὑποκατελθόν
(για ούρα) εναιώρημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”